καστόρι

καστόρι
το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν)
(φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος
νεοελλ.
1. είδος μαλακού δέρματος που μοιάζει κατά την υφή με αυτό τού κάστορα
2. ύφασμα κατασκευασμένο από τρίχες κάστορα
3. είδος εκλεκτού υφάσματος που μοιάζει στην υφή με αυτό που κατασκευάζεται από τρίχες κάστορα
νεοελλ.-μσν.
1. το ζώο κάστορας
2. κατεργασμένο δέρμα ή γούνα από κάστορα
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < καστόριον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. καστόριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καστόρι — καστόρι, το και καστόρ, το (λ. γαλλ.), το δέρμα του κάστορα ή άλλο δέρμα που μοιάζει μ’ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάστορι — Κάστωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορι — κάστωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • καστόρινος — η, ο [καστόρι] ο κατασκευασμένος από δέρμα κάστορα ή από ύφασμα καστόρι («καστόρινο καπέλο») …   Dictionary of Greek

  • καΐστορος — καΐστορος, ον (Μ) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καστόρι, ο γούνινος …   Dictionary of Greek

  • καστόριν — καστόριν, τὸ (Μ) βλ. καστόρι …   Dictionary of Greek

  • καστόριον — το (AM καστόριον) βλ. καστόρι …   Dictionary of Greek

  • καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”