- καστόρι
- το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν)(φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματοςνεοελλ.1. είδος μαλακού δέρματος που μοιάζει κατά την υφή με αυτό τού κάστορα2. ύφασμα κατασκευασμένο από τρίχες κάστορα3. είδος εκλεκτού υφάσματος που μοιάζει στην υφή με αυτό που κατασκευάζεται από τρίχες κάστορανεοελλ.-μσν.1. το ζώο κάστορας2. κατεργασμένο δέρμα ή γούνα από κάστορααρχ.(κατά το λεξ. Σούδα) «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης».[ΕΤΥΜΟΛ. < καστόριον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. καστόριος].
Dictionary of Greek. 2013.